- ειλιγμοί
- εἱλιγμοίἑλιγμόςwinding: masc nom /voc pl (ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek